- άφησα
- left
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αφήνω — άφησα και αφήκα, αφέθηκα, αφημένος 1. δεν κρατώ, δε δεσμεύω κάτι, απολύω: Άφησε το πουλί ελεύθερο. 2. παρατώ, εγκαταλείπω: Άφησε τη γυναίκα του κι έφυγε. 3. δεν εμποδίζω, επιτρέπω: Δεν αφήνουν να περάσει κανείς μέσα στο κτίριο. 4. κληροδοτώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
ρέστο — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει απομείνει, ο υπόλοιπος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρέστα α) υπόλοιπο χρηματικού ποσού το οποίο επιστρέφεται μετά την κράτηση τής ανάλογης τιμής ενός προϊόντος σε αγοραπωλησία β) (γενικά) τα υπόλοιπα χρήματα 3. φρ … Dictionary of Greek
στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… … Dictionary of Greek
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… … Dictionary of Greek